- δίδομαι
- δίδωμιAër.pres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
διαχρώμαι — διαχρῶμαι ( άομαι) (αποθ.) (AM) αρχ. μσν. (με αιτ.) θανατώνω, φονεύω αρχ. 1. μεταχειρίζομαι συνεχώς, συνήθως 2. λέω την αλήθεια 3. (σπάν. στους Αττ.) «λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῶμαι» μεταχειρίζομαι την πείνα σαν καρύκευμα 4. (σε παθητικές καταστάσεις) … Dictionary of Greek